- Μεσανατολικό
- Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα στο Ισραήλ και στα κράτη-μέλη του Αραβικού Συνδέσμου έληξε χωρίς να υπογραφεί συνθήκη ειρήνης, αφού οι Άραβες αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το νέο κράτος. Δύο ανακωχές (μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου και μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου) δεν οδήγησαν στον τερματισμό των εχθροπραξιών, οι οποίες τελικά διεκόπησαν με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του OHE μόλις στις αρχές Ιανουαρίου 1949. Στη διάρκεια αυτού του διαστήματος ο μεσολαβητής του OHE κόμης Φόλκε Μπερναντότε δολοφονήθηκε στην Ιερουσαλήμ από κομάντο της εξτρεμιστικής ισραηλινής οργάνωσης Στερν. Οι διαπραγματεύσεις, που συνεχίστηκαν στη Ρόδο υπό την επίβλεψη του νέου μεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών Ραλφ Μπαντς, κατέληξαν στην υπογραφή (Φεβρουάριος - Ιούλιος 1949) πολλών συμβάσεων ανακωχής μεταξύ Ισραήλ, Αιγύπτου, Ιορδανίας, Λιβάνου και Συρίας. Μεγάλο χάσμα, ωστόσο, παρεμβάλλετο ανάμεσα στο Ισραήλ και στους Άραβες, ως προς την επίλυση των διαφορών τους, γιατί στο ήδη υπάρχον στοιχείο της πολιτικής αστάθειας, που δημιουργούσε η ανασφάλεια των συνόρων, είχε προστεθεί και το πρόβλημα των προσφύγων, οι οποίοι ξεπερνούσαν τις πεντακόσιες χιλιάδες (αργότερα αυξήθηκαν σημαντικά)· όλοι αυτοί, έχοντας εγκαταλείψει τις κατειλημμένες από τους Ισραηλινούς ζώνες, είχαν συγκεντρωθεί σε στρατόπεδα στην Ιορδανία, στη Συρία, στον Λίβανο και στην Αίγυπτο. Με την απόφαση 194, τον Δεκέμβριο του 1948, τα Ηνωμένα Έθνη αναγνώριζαν το δικαίωμα επαναπατρισμού ή ικανοποιητικής αποζημίωσής τους, θέμα για την ανάλυση του οποίου συνήλθαν ειδικές διασκέψεις στο Λονδίνο, στη Γενεύη, και στο Παρίσι (1949-51). Μολονότι διεξήχθησαν εκτεταμένες συζητήσεις, δεν ευοδώθηκε η αντιμετώπιση του προβλήματος, εξαιτίας της άρνησης του Ισραήλ να δεχθεί τους πρόσφυγες –όλους ή μερικούς– στο έδαφός του. Παρέμενε, επίσης, άλυτο το ζήτημα της διέλευσης των ισραηλινών πλοίων από τα στενά του Σουέζ και της Άκαμπα, τα οποία είχε αποκλείσει η Αίγυπτος. Στο μεταξύ, ενώ οι αραβικές χώρες, αδύναμες και διαιρεμένες, δεν κατόρθωσαν να χαράξουν μια κοινή πολιτική, το Ισραήλ, με την οικονομική βοήθεια κυρίως των ΗΠΑ (αποστέλλονταν εμβάσματα από τις εβραϊκές κοινότητες) και της πρώην Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (με τη μορφή επανορθώσεων) κατόρθωσε να θέσει σε εφαρμογή ένα μεγάλο σχέδιο εκβιομηχάνισης, εξοπλίζοντας παράλληλα τον στρατό του με σύγχρονα μέσα. Ακόμη και στην περίπτωση του πληθυσμού του νέου κράτους, που το 1948 αριθμούσε περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους (μαζί με τους διακόσιες χιλιάδες Άραβες), παρατηρείτο ταχύτατη αύξηση, για να διπλασιαστεί στα επόμενα πέντε χρόνια, χάρη στη μετανάστευση ομάδων Εβραίων από ευρωπαϊκές χώρες. Το 1956 ξέσπασε η μεγάλη διεθνής κρίση του Σουέζ, οπότε τα ισραηλινά στρατεύματα, υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Μοσέ Νταγιάν, πραγματοποίησαν γρήγορη προέλαση μέσα στο αιγυπτιακό έδαφος (ταυτόχρονα η Αίγυπτος αντιμετώπιζε επίθεση αγγλογαλλικών δυνάμεων) και κατέλαβαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τη χερσόνησο του Σινά (δεύτερος πόλεμος του Σινά). Η επέμβαση του OHE ανάγκασε τους Ισραηλινούς vα αποσυρθούν από τα εδάφη που κατέλαβαν, ενώ στρατιωτικά τμήματα ουδέτερων δυνάμεων (κυανόκρανοι) ανέλαβαν να εγγυηθούν τη διαφύλαξη και την τήρηση των συνοριακών ζωνών. Η απόφαση του Ισραήλ να αλλάξει την κοίτη του ποταμού Ιορδάνη (1964) προκάλεσε, με το ξέσπασμα έντονης αγανάκτησης, την πρώτη συνάντηση κορυφής των αραβικών κρατών, που συνήλθε με πρωτοβουλία του Αιγυπτίου προέδρου Νάσερ, στο Κάιρο. Σε αυτήν αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένας παλαιστινιακός στρατός, καθώς και να συγκροτηθεί ενιαία διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων του Συνδέσμου. Επρόκειτο για ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη, γιατί από τον Μάιο του ίδιου έτους εμφανίστηκε πραγματικά η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Palestine Liberation Organisation = PLO) με πρωτοβουλία του Αχμέτ Τσουκέιρι. Αυτή η πρώτη διάσκεψη συνοδεύτηκε από δύο ακόμη, μία στην Αλεξάνδρεια (Σεπτέμβριος 1964) και μία στην Καζαμπλάνκα (1965)· στην τελευταία υπογράφηκε σύμφωνο αλληλεγγύης και ειρηνικής συνύπαρξης, μεταξύ των αραβικών κρατών με διαφορετικό πολιτικό καθεστώς. Σύντομα όμως (1966) επήλθε η διάσπαση του αραβικού μετώπου, εξαιτίας του ανταρτοπόλεμου που ξέσπασε στη δημοκρατία της Υεμένης ανάμεσα στους μοναρχικούς και στους δημοκρατικούς και στον οποίο αναμείχθηκαν η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Έναν χρόνο αργότερα η ισραηλινή επίθεση εναντίον της Συρίας (Απρίλιος 1967) συνετέλεσε στην αποκατάσταση της τυπικής ενότητας των Αράβων, οπότε ο Νάσερ επεδίωξε και κατάφερε την αποχώρηση των κυανόκρανων του OHE, επαναλαμβάνοντας τον αποκλεισμό της Άκαμπα ως αντίποινο στις ισραηλινές προκλήσεις. Ακολούθησε ο πόλεμος των έξι ημερών (Ιούνιος 1967), μέσω του οποίου το Ισραήλ κατέλαβε τη χερσόνησο του Σινά, νίκησε την Ιορδανία κατακτώντας όλη την περιοχή της Υπεριορδανίας μέχρι τον ποταμό Ιορδάνη και εισέβαλε, έστω και για λίγα μόνο χιλιόμετρα, στη Συρία. Η επέμβαση του OHE προκάλεσε –για μια φορά ακόμη– την αναστολή των συγκρούσεων, γεγονός που επετεύχθη μεταξύ 7 και 9 Ιουνίου. Η έναρξη αυτού του νέου πολέμου, ο οποίος, κατά τους Ισραηλινούς, έπρεπε να πείσει τα μέλη του Αραβικού Συνδέσμου να συνάψουν ειρήνη, επέφερε, αντίθετα, την αδιαλλαξία στις θέσεις και των δύο αντιπάλων. Ακολούθησε η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των αραβικών χωρών με τις ΗΠΑ (1967), με την κατηγορία ότι ενίσχυαν το Ισραήλ πριν από τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του, και η ουσιαστική προσέγγιση αυτών των χωρών με την πρώην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της Αν. Ευρώπης, οι οποίες με τη σειρά τους (εκτός από τη Ρουμανία) διέκοψαν τις διπλωματικές επαφές τους με το Ισραήλ. Η συνέχεια χαρακτηρίστηκε από την επέκταση του ανταρτοπόλεμου στο εσωτερικό των κατεχόμενων εδαφών από ομάδες Παλαιστινίων, ενώ η PLO, μετά την απομάκρυνση του Τσουκέιρι, αναδιοργανώθηκε πλήρως (1969) από τους ηγέτες του κινήματος Αλ Φατάχ, που την έθεσαν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους. Ακολούθησε σειρά σκληρών ισραηλινών αντιποίνων, όπως ο βομβαρδισμός του αερολιμένα της Βηρυτού (1968), ενέργεια την οποία καταδίκασε έντονα ο OHE, ενώ παράλληλα επέσυρε και την απαγόρευση από τη Γαλλία της εξαγωγής όπλων στο Ισραήλ (1969). Μετά την ολοκλήρωση του πολέμου των έξι ημερών συνήλθε στο Χαρτούμ (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1967) η τετάρτη διάσκεψη κορυφής των αραβικών κρατών, που κατέληξε σε σειρά σοβαρών αποφάσεων. Για πρώτη φορά αποφασίστηκε να επιδιωχθεί πολιτική λύση των διαφορών, έστω και με την προϋπόθεση μιας μη αναγνώρισης de jure του Ισραήλ, ενώ σε πρακτικό πεδίο ελήφθη η απόφαση να επαναληφθεί η προμήθεια πετρελαίου στις δυτικές χώρες (που είχε διακοπεί με την έκρηξη του πολέμου) καθώς και η διάθεση τμήματος των εσόδων στην Αίγυπτο και στην Ιορδανία. Την ίδια περίοδο, ο OHE κατέβαλλε προσπάθειες να επιλυθεί με δίκαιο τρόπο η οξεία αντίθεση, πραγματοποιώντας επαφές σε όλα τα επίπεδα, κυρίως μεταξύ των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων. Στα πλαίσια αυτού του περίπλοκου διπλωματικού παιχνιδιού εντάσσεται και η συνάντηση στο Γκλάσμπορο (1967) του Κοσίγκιν με τον πρόεδρο Τζόνσον. Βέβαια, δεν έλειψαν τόσο οι άμεσες όσο και οι μυστικές συνομιλίες μεταξύ των αντιμαχομένων, κυρίως μεταξύ του Ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών Αμπά Εμπάν και του βασιλιά της Ιορδανίας Χουσεΐν. Ενώ, όμως, ο βασιλιάς αξίωνε την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων ως αντάλλαγμα για την επίσημη αναγνώριση του Ισραήλ, οι Ισραηλινοί δεν έκρυβαν την ελπίδα τους να αναπροσαρμοσθεί το καθεστώς των παλιών συνόρων, με κάποιες μικρές διορθώσεις. Τον Νοέμβριο του 1967 το Συμβούλιο Ασφαλείας του OHE ψήφισε ομόφωνα μια απόφαση, που φαινόταν ότι λάμβανε υπόψη τόσο τις αραβικές αξιώσεις όσο και τα ισραηλινά συμφέροντα. Αυτή η απόφαση ζητούσε την αποχώρηση των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων από τα εδάφη που καταλήφθηκαν κατά τον πόλεμο, αλλά καλούσε συγχρόνως τα αραβικά κράτη να θέσουν τέρμα στην κατάσταση πολέμου (που επικρατούσε από το 1948), σεβόμενα την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία του κράτους του Ισραήλ μέσα σε ασφαλή και αναγνωρισμένα σύνορα. Η απόφαση προέβλεπε ακόμη την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στη Διώρυγα του Σουέζ και στο στενό της Άκαμπα, καθώς και τη δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένων ζωνών, για την αποτροπή επανάληψης νέων συγκρούσεων. Ο Σουηδός διπλωμάτης Γκούναρ Γιάριγκ ανέλαβε να επιβλέψει την εκτέλεση της απόφασης. Ενώ όμως τα αραβικά κράτη (εκτός από τη Συρία και τις παλαιστινιακές οργανώσεις) αποδέχθηκαν, έστω και με επιφυλάξεις, το σχέδιο του OHE, το Ισραήλ δεν τοποθετήθηκε συγκεκριμένα, υποστηρίζοντας την προτεραιότητα μερικών εδαφικών προσαρτήσεων πριν από μια ενδεχόμενη de jure αναγνώριση. Το 1969, καθώς η κατάσταση επιδεινωνόταν διαρκώς, οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να ξεκινήσουν σειρά διαβουλεύσεων, για να προετοιμάσουν συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις ειρήνης, ενώ οι παλαιστινιακές οργανώσεις είχαν αυξήσει τη δύναμή τους και είχαν οργανωθεί καλά, ιδιαίτερα στις χώρες, όπου τα ηνία βρίσκονταν στα χέρια μετριοπαθών κυβερνήσεων (Λίβανος και Ιορδανία)· σε ορισμένες περιπτώσεις έφθασαν στο σημείο να προκαλέσουν βίαιες ένοπλες συγκρούσεις με τις τακτικές δυνάμεις. Στο ίδιο μήκος κύματος εξέπεμπε και το Εθνικό Παλαιστινιακό Συμβούλιο, το οποίο συνήλθε δύο φορές (Κάιρο και Αμάν, 1970) και ενέκρινε αυστηρά αδιάλλακτο σχέδιο δράσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι ΗΠΑ, αφού βρήκαν μια βάση συνεννόησης με την πρώην ΕΣΣΔ, πρότειναν ένα σχέδιο ειρήνης (το σχέδιο Ρότζερς, από το όνομα του Αμερικανού υπουργού των Εξωτερικών) το οποίο, έπειτα από πολλούς δισταγμούς του Ισραήλ, εγκρίθηκε τελικά –έστω και με διάφορες επιφυλάξεις– από τους κυριότερους ενδιαφερομένους. Πραγματοποιήθηκε ανακωχή στις πολεμικές ενέργειες στη ξηρά και στον αέρα, αλλά οι διαπραγματεύσεις, που άρχισαν στη Νέα Υόρκη, τον Αύγουστο του 1970, διακόπηκαν ξαφνικά κατόπιν απαίτησης του Ισραήλ, με πρόφαση την υποθετική μετακίνηση αιγυπτιακών βάσεων πυραύλων κατά παράβαση των διατάξεων της ανακωχής. Η κρίση σύντομα επεκτάθηκε και στον αραβικό χώρο (σύγκρουση Παλαιστινίων και ιορδανικού στρατού τον Σεπτέμβριο 1970, επανειλημμένες ενοποιήσεις και χωρισμοί χωρών, ρήξη Καντάφι - Σαντάτ τον Μάιο 1974 κ.ά.) σε βαθμό που πολλοί άρχισαν να διερωτώνται, αν θα διατηρείτο η ενότητα του αραβικού κόσμου, από τον οποίο είχε λείψει στο μεταξύ και η δεσπόζουσα μορφή του Νάσερ. Οι επανειλημμένες επισκέψεις ηγετών των ΗΠΑ και της πρώην ΕΣΣΔ, στην Αίγυπτο κυρίως και στο Ισραήλ, αποκάλυπταν το μέγεθος του προβλήματος, το οποίο τελικά οδήγησε σε νέα σύγκρουση (7 Οκτωβρίου 1973) Ισραήλ και Αράβων. Η μόνη διαφοροποίηση που εκδηλώθηκε σε σχέση με το παρελθόν ήταν ότι την πρωτοβουλία της έναρξης είχαν, για πρώτη φορά, οι Άραβες, οι οποίοι αποδεικνύονταν ένας στρατιωτικός αντίπαλος, όχι όσο άλλοτε εύκολος για το Ισραήλ. Η πετρελαιακή κρίση που ακολούθησε, ανεξάρτητα από τις αμφιλεγόμενες αφετηρίες της και τους μακροπρόθεσμους στόχους της, προσέδωσε νέα διάσταση στην αραβική παρουσία στον παγκόσμιο στίβο, οπότε το Μ. πρόβλημα έχασε το παλαιότερο σαφές περίγραμμά του. Ο δραστήριος ρόλος του Κίσινγκερ, η αποκατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ - Αιγύπτου (Μάρτιος 1974), η λιγότερο έντονη παρουσία του Ισραήλ στο διεθνές προσκήνιο, η εκκαθάριση της διώρυγας του Σουέζ, η επίσκεψη Νίξον (Ιούνιος 1974), η πρόσκληση και ομιλία του ηγέτη των Παλαιστινίων Αραφάτ στον OHE (14 Νοεμβρίου 1974) και οι προτάσεις του, η συμφωνία Αιγύπτου - Ισραήλ (4 Σεπτεμβρίου 1975) διαφοροποίησαν αισθητά το πρόβλημα. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν νέοι παράγοντες, όπως ο τρομερός ακήρυκτος εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου (1975-76) κατά τον οποίο σκοτώθηκαν περισσότεροι από δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Η προσέγγιση Αιγύπτου-Ισραήλ (επίσκεψη του Αιγυπτίου προέδρου Σαντάτ στην Ιερουσαλήμ, τον Νοέμβριο 1977) και η υπογραφή των συμφωνιών Καμπ Ντέιβιντ (1978) οδήγησαν στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ Iσραήλ και Αιγύπτου, αλλά δημιούργησαν πολλά προβλήματα στις σχέσεις Αιγύπτου και άλλων αραβικών χωρών. Και ενώ είχε ξεκινήσει η διαδικασία αποχώρησης του Iσραήλ από τα αιγυπτιακά εδάφη, η ισραηλινή κυβέρνηση στήριζε ανεπιφύλακτα τον εποικισμό άλλων κατεχομένων εδαφών, ανακηρύσσοντας την Ιερουσαλήμ ως την αιώνια πρωτεύουσα του Ισραήλ. Αποκορύφωμα αυτών των ενεργειών ήταν η εισβολή, το 1982, στρατιωτικών δυνάμεων στον Λίβανο με σκοπό την εκδίωξη των Παλαιστινίων μαχητών της PLO από τη γειτονική χώρα. Η εισβολή που συνοδεύτηκε με σφαγές αμάχων –ακόμη και παιδιών– προκάλεσε διεθνή κατακραυγή και σοβαρές αντιδράσεις στο εσωτερικό του Iσραήλ. Ο αντικειμενικός, όμως, σκοπός της επίθεσης είχε επιτευχθεί, αφού οι Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν τον Λίβανο και το αρχηγείο της PLO μεταφέρθηκε στην Τύνιδα. Η παρουσία ισραηλινών στρατιωτών σε περιοχές του Λιβάνου και η τακτική πλέον παρέμβασή τους, όταν και όπου έκριναν σκόπιμο, ενίσχυσε τις αντι-συριακές δυνάμεις του Λιβάνου και προκάλεσε την αντίδραση των Σύρων, υποδαυλίζοντας τη φωτιά του εμφυλίου. Το σημαντικότερο νέο στοιχείο στη σύγκρουση μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, μετά το 1985, ήταν η μεταφορά της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του Ισραήλ. Το 1987 οι Παλαιστίνιοι που κατοικούσαν στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη εξεγέρθηκαν, διαδήλωσαν εναντίον του Ισραήλ και συγκρούστηκαν με τους Ισραηλινούς στρατιώτες· αποτέλεσμα των επιχειρήσεων ήταν ο θάνατος δεκάδων ανθρώπων. Παρόμοιου τύπου συγκρούσεις διεξάγονταν τακτικά, καθώς και επιθέσεις Ισραηλινών στρατιωτών εναντίον διαδηλωτών. Η δολοφονία ακόμη και μικρών παιδιών –με το πρόσχημα της συμμετοχής τους σε διαδηλώσεις– προκάλεσε την αντίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης. Τα Ηνωμένα Έθνη καταδίκασαν τις επιθέσεις (1989) και οι ΗΠΑ για πρώτη φορά έλαβαν καταδικαστική απόφαση για το Ισραήλ (1990). Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο (1990-91) δίχασε με έναν περίεργο τρόπο τους Άραβες, αφού για πρώτη φορά αραβικές χώρες, που είχαν υποστεί επιθέσεις από το Iσραήλ, βρέθηκαν σύμμαχοι με το στρατόπεδο που το υπερασπιζόταν. Η πολιτική μη εμπλοκής του Iσραήλ στις επιθέσεις των συμμαχικών δυνάμεων εναντίον του Ιράκ και η πολιτική αυτοσυγκράτησης που του επιβλήθηκε –στις επιθέσεις των Ιρακινών πυραύλων– κατάφερε να προστατεύσει τη συμμαχία πολλών αραβικών χωρών της περιοχής και των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ και να δημιουργήσει ένα νέο κλίμα μεταξύ τους. Η Συρία και η Αίγυπτος βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο, ενώ αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις ΗΠΑ και Συρίας. Στο εσωτερικό του Iσραήλ ενισχύθηκαν εκείνες οι δυνάμεις που διεκδικούσαν ειρηνική επίλυση των διαφορών τους με τις αραβικές χώρες. Η Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ βρέθηκαν στην ίδια μοίρα με το Ισραήλ. Ο πόλεμος των 43 ημερών ανάμεσα στις συμμαχικές δυνάμεις και στο Ιράκ, ανέσυρε την ανάγκη αντιμετώπισης του Μ. ζητήματος στο σύνολό του. Έτσι, οι ΗΠΑ –που παλαιότερα αντιδρούσαν στη σύγκληση μιας διεθνούς διάσκεψης για το Μ. ζήτημα– πρωτοστάτησαν στη συγκρότησή της. Τον Οκτώβριο του 1991 ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ και ο σοβιετικός ομόλογός του Μπορίς Πάνκιν ανακοίνωσαν στην Ιερουσαλήμ την ημερομηνία σύγκλισης της διάσκεψης ειρήνης (Μαδρίτη, 30 Οκτωβρίου). Οι Παλαιστίνιοι αντιπρόσωποι, οι οποίοι δεν έπρεπε να αποτελούν μέλη της PLO, θα μετείχαν σε μια κοινή Ιορδανο-παλαιστινιακή αντιπροσωπεία. Λίγο νωρίτερα η πρώην Σοβιετική Ένωση και το Ισραήλ είχαν αποκαταστήσει τις σχέσεις τους, τις οποίες είχε διακόψει η Μόσχα τον Ιούνιο του 1967 κατά τον Πόλεμο των έξι ημερών. Στο τέλος του μήνα ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους και ο σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπογράμμισαν στη Μαδρίτη ότι οι δύο χώρες, υπό την αιγίδα των οποίων διεξάγετο η διάσκεψη, επιθυμούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Για πρώτη φορά από τον καιρό της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ, Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί κάθονταν στο ίδιο τραπέζι, ενώ η κάθε πλευρά εξέφραζε, χωρίς παραχωρήσεις, τις απόψεις της, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο ένα κλίμα ψυχρότητας. Η εναρκτήρια συνεδρίαση ολοκληρώθηκε με έντονες αντεγκλήσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και στη Συρία. Ακολουθούν πολλές διμερείς συναντήσεις κεκλεισμένων των θυρών. Τελικά οι διμερείς διαπραγματεύσεις διακόπηκαν και επαναλήφθηκαν στην Ουάσινγκτον, χωρίς βέβαια να τίθεται σε τροχιά η διαδικασία ειρήνευσης. Κατά την επανάληψη των διαπραγματεύσεων το ζήτημα των εβραίων εποίκων οδήγησε τις συνομιλίες σε αδιέξοδο. Τον Ιανουάριο του 1992 δύο κόμματα της άκρας δεξιάς αποσύρθηκαν από τον κυβερνητικό συνασπισμό στο Ισραήλ, ενώ η ισραηλινή κυβέρνηση παραχώρησε στον στρατό το δικαίωμα να πυροβολεί κάθε ένοπλο Παλαιστίνιο στα κατεχόμενα εδάφη. Ο παλαιστίνιος ηγέτης Γιάσερ Αραφάτ κατηγόρησε το Ισραήλ μπροστά στην επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Γενεύη, «ότι έχει εγκαταστήσει για τους Παλαιστίνιους στρατόπεδα συγκέντρωσης παρόμοια με τα ναζιστικά». Την ίδια περίοδο, στον νότιο Λίβανο εκδηλώνονταν συγκρούσεις Ισραηλινών και Λιβανέζων ανταρτών, με αποτέλεσμα τον θάνατο του ηγέτη του φιλοϊρανικού κόμματος Χεζμπολάχ. Τον Ιούνιο του 1992 το Εργατικό Κόμμα του Ισραήλ, με επικεφαλής τον Γιτζάκ Ράμπιν, κέρδισε τις εκλογές, εξέλιξη η οποία γέννησε πολλές ελπίδες σχετικά με την επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας. Αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Ράμπιν πρότεινε στους Παλαιστίνιους των κατεχόμενων εδαφών ελεύθερες εκλογές, θέτοντας παράλληλα σε λειτουργία τη διαδικασία προσέγγισης με τους Παλαιστίνιους και αναγγέλλοντας το πάγωμα τμήματος των εβραϊκών οικισμών στα κατεχόμενα εδάφη, καθώς και την αναθεώρηση του νόμου που απαγόρευε οποιαδήποτε επαφή με την PLO. Λίγο αργότερα το Ισραήλ παραδέχθηκε για πρώτη φορά την εγκυρότητα της απόφασης 242 του OHE –έμμεσα δηλαδή το ενδεχόμενο μερικής αποχώρησής του από τα κατεχόμενα εδάφη– σχετικά με τα υψώματα του Γκολάν που κατελήφθησαν το 1967. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός διακήρυξε ότι το Ισραήλ προτίθεται να διαπραγματευθεί τη μερική αποχώρηση από το Γκολάν με αντάλλαγμα την πλήρη ειρήνη με τη Συρία. Στις αρχές του 1993 η προσπάθεια για την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων προσέκρουσε σε ανυπέρβλητα εμπόδια, ενώ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη η εξέγερση, που θα μείνει γνωστή στην ιστορία ως Ιντιφάντα, συνεχίστηκε με ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να προστίθενται στον κατάλογο των νεκρών. Τον Μάρτιο, το Ισραήλ εξέτασε το ενδεχόμενο να αποχωρήσει από τη Γάζα, ύστερα από σφοδρές συγκρούσεις με Παλαιστίνιους διαδηλωτές, ενώ τόσο η λωρίδα της Γάζας όσο και η Δυτική όχθη του Ιορδάνη αποκλείστηκαν αρκετές φορές, με σκοπό να εμποδιστεί η μετακίνηση των Παλαιστινίων στα εδάφη του Ισραήλ. Τον Αύγουστο του 1993 αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά οι μυστικές επαφές ισραηλινών αξιωματούχων με Παλαιστίνιους, ενώ έντονες διαφωνίες διατυπώθηκαν στο εσωτερικό της PLO για τον τρόπο συνέχισης των διαπραγματεύσεων. Στοιχεία ενδεικτικά της περιρρέουσας ατμόσφαιρας αποτελούν τόσο οι δηλώσεις του συμβούλου του Αραφάτ σε ισραηλινή εφημερίδα ότι υπάρχει επίσημος διάλογος με το Ισραήλ, όσο και εκείνες του ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών Σιμόν Πέρες, ύστερα από μυστικές συναντήσεις με εκπροσώπους της PLO στο Όσλο, ότι το Ισραήλ διατίθεται να αποσύρει τον στρατό του από τη Γάζα και την Ιεριχώ. Στις 30 Αυγούστου η ισραηλινή βουλή ενέκρινε το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο διαπραγματευόταν μυστικά στη Νορβηγία η ισραηλινή Κυβέρνηση με την PLO ήδη από τον Ιανουάριο του 1993. Η Διακήρυξη Αρχών για τις προσωρινές ρυθμίσεις της αυτονομίας προέβλεπε την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος αυτονομίας στα κατεχόμενα εδάφη, ενώ η μεταβατική περίοδος των πέντε ετών θα ξεκινούσε με την αποχώρηση από τη λωρίδα της Γάζας και από τη ζώνη της Ιεριχούς. Οι οργανώσεις που αντιτίθεντο στην ηγεσία του Αραφάτ, δηλαδή το ισλαμικό κίνημα Χαμάς, καθώς και μερικές άλλες μικρότερες οργανώσεις της PLO, απέρριπταν τη συμφωνία· την ίδια στάση τήρησαν τα κόμματα και οι οργανώσεις της ισραηλινής δεξιάς. Στις 9 Σεπτεμβρίου το Ισραήλ δημοσιοποίησε τη συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης με την PLO. Ταυτόχρονα η ηγεσία της PLO ενέκρινε τη συμφωνία, καθώς και την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ. Την επόμενη ημέρα στην Ιερουσαλήμ ο Σιμόν Πέρες και ο Γιτζάκ Ράμπιν υπέγραψαν την επιστολή με την οποία το ισραηλινό κράτος αναγνώριζε την PLO ως τον εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού, γεγονός που σφραγίστηκε με την επίσημη αναγγελία από τον Μπιλ Κλίντον της επανάληψης των επαφών με την PLO. Η ιστορική στιγμή επισφραγίστηκε στην Ουάσινγκτον, στις 13 Σεπτεμβρίου 1993, όταν ο Γιτζάκ Ράμπιν και ο Γιάσερ Αραφάτ υπέγραψαν μπροστά στον αμερικανό πρόεδρο τη Διακήρυξη Αρχών για την αυτονομία των κατεχόμενων εδαφών. Πρόκειται για το πρώτο κείμενο ειρήνης ανάμεσα στο κράτος του Ισραήλ και στο παλαιστινιακό κίνημα, ενώ το θετικό κλίμα της ημέρας ενισχύθηκε με την εξίσου ιστορική χειραψία των Ράμπιν και Αραφάτ. Αρκετές αραβικές χώρες ενέκριναν τη συμφωνία, ενώ η Λιβύη, το Ιράκ, η Συρία, αλλά και το Ιράν απεφάνθησαν καταδικαστικά για αυτήν. Η Ισραηλινή Βουλή επικύρωσε την αναγνώριση της PLO και τη Διακήρυξη Αρχών με 61 ψήφους υπέρ, 50 ψήφους κατά και 8 αποχές. Στις αρχές Οκτωβρίου το κεντρικό συμβούλιο της PLO επικύρωσε το κείμενο της συμφωνίας με 63 ψήφους υπέρ, 8 ψήφους κατά και 9 αποχές, ενώ οι ισραηλινές αρχές απελευθέρωσαν τους πρώτους παλαιστίνιους κρατούμενους. Η σύναψη της συμφωνίας δεν μείωσε την ένταση των επεισοδίων βίας στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, όπου τον Νοέμβριο του 1993 δολοφονήθηκε ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης Χαμάς, ενώ δεν σταμάτησαν και οι επιθέσεις εναντίον ισραηλινών εποίκων. Δυσκολίες εμφανίστηκαν και στην προσπάθεια πρακτικής εφαρμογής της συμφωνίας, οπότε η έναρξη αποχώρησης των ισραηλινών στρατευμάτων από τη Γάζα και την Ιεριχώ, η οποία επρόκειτο να ξεκινήσει στις 13 Δεκεμβρίου 1993, αναβλήθηκε για αργότερα. Στις αρχές του 1994 η συνάντηση κορυφής του αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον με τον πρόεδρο της Συρίας Χάφεζ Ελ Άσαντ διεύρυνε την προοπτική μιας συμφωνίας μεταξύ Συρίας και Ισραήλ με αντάλλαγμα την αποχώρηση από τα υψώματα του Γκολάν. Αυτή η πλευρά, όμως, της ειρηνευτικής διαδικασίας στη Μέση Ανατολή θα χρειαστεί αρκετά χρόνια ακόμη για να μπει στον δρόμο της πρακτικής εφαρμογής. Τον Φεβρουάριο, ένας εβραίος εξτρεμιστής άνοιξε πυρ εναντίον δεκάδων Παλαιστίνιων μέσα στο μεγάλο τζαμί της Χεβρόνας, σκοτώνοντας 30 άτομα. Ακολούθησαν συγκρούσεις στα κατεχόμενα, αλλά η ισραηλινή κυβέρνηση δεν προχώρησε στον αφοπλισμό των εξτρεμιστών εβραίων εποίκων. Στις αρχές Μαΐου του ίδιου χρόνου υπεγράφη στο Κάιρο η συμφωνία για την εφαρμογή της διακήρυξης, οι όροι της οποίας συντάχθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1993· λίγες ημέρες αργότερα το Ισραήλ παρέδοσε την Ιεριχώ και τη λωρίδα της Γάζας στους Παλαιστίνιους. Την 1η Ιουλίου 1994 ο Γιάσερ Αραφάτ βρέθηκε για πρώτη φορά, ύστερα από 27 χρόνια εξορίας, στη γη της Γάζας, όπου και εγκατέστησε το νέο του αρχηγείο. Τον ίδιο μήνα ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας δήλωνε ότι είναι έτοιμος να συναντήσει τον Γιτζάκ Ράμπιν και να εξομαλύνει τις σχέσεις των δύο χωρών. Λίγες ημέρες αργότερα οι δύο άνδρες αντάλλαξαν με τη σειρά τους μια ιστορική χειραψία στον κήπο του Λευκού Οίκου και υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Ουάσινγκτον, η οποία τερμάτιζε την κατάσταση πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες. Το Ισραήλ και η PLO επεκτάθηκαν σε μια σειρά νέων συμφωνιών, με τις οποίες μεταβιβάζονταν κάποιες εξουσίες στους Παλαιστίνιους, σχετικές με την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, την υγεία, τον τουρισμό, τον αθλητισμό και κάποια άλλα ζητήματα. Η διαδικασία ειρήνευσης, που μόλις είχε ξεκινήσει, δεν επρόκειτο να ακολουθήσει μια ευθύγραμμη και αναίμακτη πορεία. Η απαγωγή ενός ισραηλινού υπαξιωματικού από τη Χαμάς προκάλεσε τη διακοπή των συνομιλιών και την αιματηρή επίθεση του ισραηλινού στρατού, που προκάλεσε τον θάνατο του απαχθέντος και 5 ακόμη ατόμων. Λίγες ημέρες αργότερα η τοποθέτηση βόμβας από της Χαμάς σε λεωφορείο επέφερε τον θάνατο 22 ατόμων και οι ισραηλινές αρχές απέκλεισαν για μια φορά ακόμη τα κατεχόμενα εδάφη. Τον Νοέμβριο, ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας επισκέφθηκε επισήμως το Ισραήλ και αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις, ενώ νέες βομβιστικές επιθέσεις στα κατεχόμενα προκάλεσαν τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων. Τον ίδιο μήνα σημειώθηκαν οι πρώτες πολύνεκρες συγκρούσεις ανάμεσα σε παλαιστίνιους αστυνομικούς και σε διαδηλωτές στη Γάζα. Στις αρχές του 1995 νέες επιθέσεις αυτοκτονίας φανατικών ισλαμιστών της Χαμάς ή της ισλαμικής Τζιχάντ οδήγησαν στον θάνατο δεκάδες ανθρώπους, εξέλιξη που ώθησε τον ισραηλινό πρωθυπουργό στην απόφαση του πλήρους αποκλεισμού των κατεχόμενων εδαφών, εξετάζοντας παράλληλα το ενδεχόμενο πλήρους διαχωρισμού ανάμεσα στο Ισραήλ και στα συγκεκριμένα εδάφη, χωρίς ωστόσο να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με την PLO. Ο αιγύπτιος πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ πήρε την πρωτοβουλία να μεσολαβήσει, ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας στη Μέση Ανατολή και λίγο αργότερα Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί κατέληξαν σε συμφωνία για τις εκλογές της αυτόνομης Παλαιστινιακής Αρχής. Τον Μάιο του 1995 οι Ηνωμένες Πολιτείες προέβαλλαν για πρώτη φορά, σε διάστημα πέντε ετών, το βέτο τους σε μια απόφαση του OHE με την οποία καταδικαζόταν το Ισραήλ για την απαλλοτρίωση παλαιστινιακής γης στην ανατολική Ιερουσαλήμ. Επίσης για πρώτη φορά οι Άραβες βουλευτές στο Ισραήλ, με την υποστήριξη της αντιπολίτευσης, κατάφεραν να ματαιώσουν την απαλλοτρίωση της γης. Ουσιαστικά διεξάγετο για μια μάχη χαρακωμάτων ανάμεσα στην ισραηλινή κυβέρνηση και στους Παλαιστίνιους, οι οποίοι επεδίωκαν με κάθε τρόπο να περιορίσουν τη συνεχή οικοδόμηση νέων οικισμών σε παλαιστινιακά εδάφη ή την απαλλοτρίωση νέων παλαιστινιακών εδαφών από το ισραηλινό κράτος για τη δημιουργία νέων οικισμών. Τον Ιούλιο του 1995 ο Γιάσερ Αραφάτ και ο Σιμόν Πέρες κατέληξαν σε κοινή διακήρυξη για τα βασικά σημεία της προσωρινής συμφωνίας με την οποία τα δύο μέρη δεσμεύονταν για τη διαδικασία αυτονομίας στη δυτική όχθη του Ιορδάνη. Βασικό γνώρισμα αυτών των μηνών ήταν ότι, παράλληλα με τις επίπονες και μαραθώνιες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές, εκδηλώνονταν πολύ συχνά τρομοκρατικές ενέργειες, την ευθύνη των οποίων αναλάμβαναν κατά κανόνα οργανώσεις ισλαμιστών, με πολυάριθμα θύματα και με σοβαρές επιπτώσεις στις διαθέσεις των ισραηλινών πολιτών. Στις 27 Αυγούστου υπογράφηκε στο Κάιρο, ανάμεσα στις δύο πλευρές, η συμφωνία βάσει της οποίας παραχωρούνταν στην Παλαιστινιακή Αρχή οι εξουσίες σε 8 τομείς πολιτικής δραστηριότητας για τα κατεχόμενα εδάφη. Οι πολιτικές διαφωνίες που σημειώθηκαν στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ανάμεσα στους Παλαιστίνιους και στους Ισραηλινούς δεν σχετίζονταν με επίμαχα ζητήματα, όπως είναι το οριστικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ, η τελική ρύθμιση του ζητήματος των ισραηλινών οικισμών στα παλαιστινιακά εδάφη και η ρύθμιση του πλέον ακανθώδους ζητήματος της επιστροφής των παλαιστίνιων προσφύγων· οι συμφωνίες προέβλεπαν ότι η συζήτηση αυτών των θεμάτων θα ξεκινούσε από τα μέσα του 1996 και έπειτα. Η ισραηλινή κυβέρνηση προέβαλλε διαρκώς στον Γιάσερ Αραφάτ το αίτημα να καταστείλει την ισλαμική τρομοκρατία, ενώ οι Παλαιστίνιοι αντιμετώπιζαν έναν δύσκολο διμέτωπο αγώνα, τόσο εναντίον των φανατικών ισλαμιστών όσο και απέναντι στους Ισραηλινούς, από τους οποίους αποσπούσαν με μεγάλο κόπο ελάχιστες παραχωρήσεις. Ήδη, και στο εσωτερικό της παλαιστινιακής οργάνωσης άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες αντιρρήσεις για το μέγεθος των παραχωρήσεων στους Ισραηλινούς. Τον επόμενο μήνα ο Αραφάτ και ο Ράμπιν υπέγραψαν στην Ουάσινγκτον τις συμφωνίες για την επέκταση της αυτονομίας, περίπου δύο χρόνια μετά την πρώτη ιστορική χειραψία στον κήπο του Λευκού Οίκου. Ωστόσο είχε ήδη σημειωθεί μια καθυστέρηση ενός έτους στο χρονοδιάγραμμα που προβλεπόταν από τις συμφωνίες του Όσλο, σύμφωνα με τις οποίες το Ισραήλ θα έπρεπε ήδη να είχε αποχωρήσει από 6 πόλεις της δυτικής όχθης του Ιορδάνη. Τον Οκτώβριο ο Γιάσερ Αραφάτ συνάντησε στελέχη της Χαμάς, προσπαθώντας να πετύχει τη συμφιλίωση αυτής της οργάνωσης με την PLO, ενώ στις 26 του ίδιου μήνα ο ηγέτης της ισλαμικής Τζιχάντ, Φάτχι Σκάκι, δολοφονήθηκε στη Μάλτα. Η σημαντικότερη ωστόσο εξέλιξη αυτού του χρόνου, που επέδρασε τόσο στην ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή όσο και στις εξωτερικές εξελίξεις στο Ισραήλ, ήταν η δολοφονία, στις 4 Νοεμβρίου του 1995, του ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν στο Τελ Αβίβ από ένα νεαρό ισραηλινό εξτρεμιστή, τον Γιγκάλ Αμίρ. Ο Σιμόν Πέρες, ο οποίος διαδέχθηκε τον Ράμπιν, δήλωσε την απόφασή του να συνεχίσει την ειρηνευτική διαδικασία, ενώ η κηδεία του τελευταίου μετατράπηκε σε προσκύνημα εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, αλλά και δεκάδων ξένων ηγετών. Οι έρευνες της αστυνομίας επιβεβαίωσαν την ύπαρξη μιας συνομωσίας, η οποία δρούσε υπό την καθοδήγηση εξτρεμιστών ραβίνων, καθώς και τη γνώση του σχεδίου της δολοφονίας από τις υπηρεσίες ασφαλείας. Στις 13 Νοεμβρίου η Παλαιστινιακή Αρχή ανέλαβε τον έλεγχο της πόλης Τζενίν, της πρώτης πόλης της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη, όπου ίσχυσε το καθεστώς αυτονομίας. Στο τέλος του μήνα ο Σιμόν Πέρες εισέπραξε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα την απελευθέρωση μερικών εκατοντάδων παλαιστίνιων κρατουμένων. Ταυτόχρονα το Ισραήλ, εφαρμόζοντας τις συμφωνίες, εκκένωσε κατά σειρά τις πόλεις Ναμπλούς, Βηθλεέμ και Ραμάλ. Στα τέλη του χρόνου ξεκίνησαν στο Μέριλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών οι διαπραγματεύσεις ειρήνης ανάμεσα στο Ισραήλ και στη Συρία. Στις αρχές του 1996, το κορυφαίο γεγονός του Μ. ζητήματος ήταν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές που διενεργήθηκαν στις 20 Ιανουαρίου, για την ανάδειξη των 87 μελών του Συμβουλίου της Παλαιστινιακής Αυτονομίας και του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής. Οι δυνάμεις της οργάνωσης Φατάχ του Γιάσερ Αραφάτ συγκέντρωσαν την πλειοψηφία των εδρών, ενώ εξελέγησαν και ορισμένοι εκπρόσωποι των αντιπολιτευόμενων οργανώσεων, καθώς και κάποιοι ανεξάρτητοι. Το ευνοϊκό κλίμα που ακολούθησε τις εκλογές ανετράπη, όμως, πολύ γρήγορα από τις αλλεπάλληλες βομβιστικές επιθέσεις των ισλαμιστών-καμικάζι της Χαμάς, οι οποίοι εκδικούμενοι τη δολοφονία ενός ηγετικού στελέχους της οργάνωσής τους, προκάλεσαν μέσα σε λίγες ημέρες τον θάνατο 60 ατόμων. Η ανατροπή του κλίματος ευνόησε τα κόμματα της ισραηλινής δεξιάς, τα οποία αντιλήφθηκαν ως θείο δώρο τις επιθέσεις των ισλαμιστών, ελπίζοντας ότι θα επικρατήσουν στις εκλογές, στα τέλη Απριλίου 1996. Ο Σιμόν Πέρες αντιμετώπιζε το κρίσιμο δίλημμα να απαντήσει με σκληρό τρόπο στην τρομοκρατία των ισλαμιστών ή να επιταχύνει την ειρηνευτική διαδικασία, εδραιώνοντας έτσι την ισορροπία και τη σταθερότητα σε συνεργασία με την Παλαιστινιακή Αρχή. Σε δυσχερή θέση βρέθηκε, όμως, και ο παλαιστίνιος ηγέτης Γιάσερ Αραφάτ, ο οποίος προσπαθούσε να προσελκύσει στην ειρηνευτική διαδικασία τους μετριοπαθείς της Χαμάς, αλλά το κύμα των βομβιστικών επιθέσεων ανέτρεψε τα σχέδιά του. Η άνοδος στον ισραηλινό πρωθυπουργικό θώκο του, δεξιών αποκλίσεων πολιτικού, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, τον Απρίλιο του 1996, συνοδεύτηκε από την διακοπή της ειρηνευτικής διαδικασίας. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου οι σχέσεις Αράβων και Ισραηλινών εντάθηκαν σε επικίνδυνο σημείο, μετά τη διάνοιξη, εκ μέρους της Ισραηλινής πλευράς, ενός τούνελ αμφισβητούμενης εισόδου κάτω από την παλαιά πόλη της Ιερουσαλήμ. Η συγκεκριμένη ενέργεια πυροδότησε την έναρξη έντονων και εκτενών συγκρούσεων, ανάμεσα στους Ισραηλινούς και στους Παλαιστίνιους, κατάσταση που έλαβε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις μετά την έναρξη εργασιών, από το Ισραήλ, για την οικοδόμηση ενός εβραϊκού οικισμού στην περιοχή Χατ Χομά, στην Ιερουσαλήμ. Στη διάρκεια του 1997, αλλά και ενός σημαντικού διαστήματος του επόμενου χρόνου, δεν υπήρξαν εξελίξεις και πρωτοβουλίες, οι οποίες θα προωθούσαν την επανάληψη των συνομιλιών ανάμεσα στα δύο μέρη. Οι αλλεπάλληλες επισκέψεις τόσο του Νετανιάχου όσο και του Αραφάτ, στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, δεν οδήγησαν σε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού μονίμως προέκυπτε το ζήτημα της μεταφοράς των Ισραηλινών στρατευμάτων στη Δυτική Όχθη. Τον Οκτώβριο του 1999 ο Νετανιάχου αποδέχθηκε ένα νέο ειρηνευτικό σχέδιο, το οποίο ανακάλεσε αμέσως μετά. Η αυξημένη δυσαρέσκεια των πολιτών του Ισραήλ τον οδήγησε στην προκήρυξη εκλογών για τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Οι εκλογές του 1999 παρέδωσαν την εξουσία στον εκπρόσωπο του Εργατικού Κόμματος, Εχούντ Μπάρακ, για τον οποίο ήταν διάχυτη η πεποίθηση ότι θα συνέβαλε, με πιο ενεργητικό και διαλλακτικό τρόπο, στην εξακολούθηση των ειρηνευτικών συνομιλιών. Πραγματικά αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας ο Μπάρακ επιδόθηκε στην έναρξη των συνομιλιών με τη Συρία, με αντικείμενο την αμφισβητούμενη περιοχή των υψωμάτων του Γκολάν. Τον Μάιο του 2000 το Ισραήλ αποφάσισε την απομάκρυνση των στρατευμάτων του, καθώς και του πληρεξούσιου στρατού (Στρατός του Νοτίου Λιβάνου) από τον Νότιο Λίβανο. Το Ισραήλ έλεγχε μια ουδέτερη ζώνη σε αυτήν την περιοχή, από το 1983, αλλά οι δυνάμεις του υπέστησαν τις τρομοκρατικές επιθέσεις οργανώσεων, όπως η Χεσμπολάχ, που επεδίωκαν την αποχώρηση των Ισραηλινών στρατευμάτων. Η αστάθεια στην περιοχή διατηρήθηκε, ενώ μια ακόμη διάσκεψη κορυφής (Μέριλαντ, Ιούλιος 2000), σχετική με το Μ. ζήτημα, έληξε χωρίς τη σύναψη κάποιας συμφωνίας. Τα θέματα που αιχμαλώτισαν τη δυνατότητα εξεύρεσης λύσης ήταν για μια φορά ακόμη ο έλεγχος της πόλης της Ιερουσαλήμ, συνοριακά ζητήματα και βέβαια το θέμα των προσφύγων. Ο Σεπτέμβριος του ίδιου χρόνου ταυτίστηκε με μια ακόμη Ιντιφάντα. Η εκλογή του σκληροπυρηνικού Αριέλ Σαρόν (Φεβρουάριος 2001) στο τιμόνι του Ισραήλ ενέτεινε την ανησυχία όλων των εμπλεκόμενων πλευρών σχετικά με την εξέλιξη του Μ. Τον Απρίλιο του 2001 ο μεσολαβητής Μίτσελ συνέταξε μια αναφορά, τα βασικά σημεία της οποίας αποδέχθηκαν και οι δύο πλευρές, αν και ο Σαρόν εξέφρασε την εναντίωσή του στο πάγωμα της δημιουργίας νέων οικισμών. Η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης τον Σεπτέμβριο του 2001 αποτέλεσε αποσταθεροποιητικό παράγοντα στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Έναν μήνα αργότερα η δολοφονία του Ισραηλινού υπουργού Τουρισμού από το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) προκάλεσε την έναρξη νέου κύκλου βίας. Στα τέλη Οκτωβρίου 2001 ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ περιόδευσε στις περιοχές της Συρίας, της Σαουδικής Αραβίας, της Ιορδανίας και του Ισραήλ, κάνοντας έκκληση για ειρήνη στην περιοχή και προαναγγέλλοντας, ταυτόχρονα, τον επικείμενο αγώνα της Δύσης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Τον Μάρτιο του 2003 αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις, λαμβάνοντας διευκολύνσεις και ενισχύσεις και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη, προχώρησαν αρχικά στον βομβαρδισμό του Ιράκ, ενώ αργότερα προέβησαν και στη διεξαγωγή χερσαίων επιχειρήσεων, με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Η διενέργεια της επιχείρησης εστιάστηκε στο ζήτημα της μη συμμόρφωσης του Ιράκ στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, η οποία επέβαλλε τον πλήρη αφοπλισμό του Ιράκ και την εξαφάνιση κάθε ίχνους από όπλα μαζικής καταστροφής. Μετά την κατάλυση της εξουσίας του Χουσεΐν και τον τερματισμό των βομβαρδισμών, τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής περιόδου, που διανύει το Ιράκ, εντοπίζονται στις οργανωμένες ή αυτόνομες επιθέσεις Ιρακινών εναντίον των αμερικανοβρετανικών δυνάμεων, που παραμένουν στην περιοχή για τη διατήρηση της τάξης. Η πλειοψηφία του αραβικού λαού, καθώς και ο Αραβικός Σύνδεσμος, δεν παραλείπουν να εκφράζουν την εναντίωσή τους στην παραμονή των στρατευμάτων στην περιοχή, τονίζοντας τις αρνητικές συνέπειες που ενέχει αυτή η κατάσταση τόσο στη διασφάλιση της ισορροπίας στην ευρύτερη περιοχή όσο και στην επίτευξη οποιασδήποτε προόδου στο Μ. ζήτημα, το οποίο διέρχεται μια νεκρή φάση. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι σημαντικός παράγοντας για τη διατήρηση της ισορροπίας στην ευρύτερη περιοχή, στα πλαίσια της μεταπολεμικής φάσης, είναι η σχέση ανάμεσα στις πολλές και διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες, που βρίσκονται στο Ιράκ. Εθνικές ομάδες, όπως οι Σιίτες θα επιδιώξουν να αναλάβουν θέσεις στη νέα κυβέρνηση, ενώ άλλες, όπως οι Κούρδοι, οι Ασσύριοι και οι Τουρκομάνοι θα θελήσουν να αδράξουν την ευκαιρία προκειμένου να διασφαλίσουν την αυτονομία τους. Ειδικότερα για την περίπτωση των Κούρδων –που βρίσκονται διασκορπισμένοι σε Τουρκία, Συρία και βόρειο Ιράκ (20% πληθυσμού Ιράκ)– μια οποιαδήποτε κίνηση αυτονόμησης θα δημιουργήσει αυτόματα νέα μέτωπα, ικανά να γενικεύσουν και να επιτείνουν την κρίση. Αντιμετωπίζοντας αυτά τα δεδομένα, τόσο ο ΟΗΕ όσο και οι ευρωπαϊκές χώρες, έχουν επιδοθεί σε έντονες διπλωματικές διεργασίες, προκειμένου να επιτύχουν την επανέναρξη των συνομιλιών για το Μ., αλλά και να αποφύγουν την εκδήλωση καταστάσεων, που θα κλονίσουν περαιτέρω τον αραβικό κόσμο. Ο Ισραηλινός πολιτικός Έμπαν Άμπα, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ζήτημα της Μ. Ανατολής. Ο Σαούντ και ο Νάσερ, οι δύο Άραβες ηγέτες, στη διάσκεψη του 1956, στο Κάιρο. Το ζήτημα της Μέσης Ανατολής, που εκκρεμεί εδώ και πολλά χρόνια, αποτελεί μία από τις δραματικότερες κρίσεις της μεταπολεμικής εποχής. Στη φωτογραφία, ο Χαΐμ Βάιτσμαν ορκίζεται πρώτος πρόεδρος του Ισραήλ (1949). Στιγμιότυπο από τον «πόλεμο των έξι ημερών» (1967). Σκηνή από την άγρια εμφύλια σύγκρουση ιορδανικών και παλιστινιακών δυνάμεων (1970) στο Αμάν.
Dictionary of Greek. 2013.